Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους στις 29 Μαΐου το 1453, είναι μία από τις τραγικότερες περιόδους που έζησε ποτέ η χώρα μας. Τότε, ίσως, για πρώτη φορά, ο Ελληνισμός βίωνε στο πετσί του την τουρκική σκληρότητα, βιαιότητα και κτηνωδία.
Η λαϊκή μούσα έχει αναφερθεί στην περίοδο της Αλώσεως πάρα πολλές φορές, άλλοτε με πόνο και θλίψη και άλλοτε με ελπίδα.
Για παράδειγμα οι Θρύλοι και οι Παραδόσεις που συνεχίζονται από γενιά σε γενιά όπως εκείνες του μαρμαρωμένου βασιλιά όπου καθώς λένε όταν η Πόλη καταλήφθηκε από τους Τούρκους ο Παλαιολόγος μαρμάρωσε και από τότε περιμένει τον Ελληνικό στρατό που θα έρθει να ελευθερώσει τα πάτρια εδάφη για να ελευθερωθεί από την μαρμάρινη φυλακή και να οδηγήσει τον Ελληνικό στρατό στην νίκη.
Ένας άλλος θρύλος είναι αυτός των μισο-τηγανισμένων ψαριών όπου σύμφωνα με την παράδοση ένας ιερέας έψηνε ψάρια να φάει και αυτά την ώρα που πάρθηκε η Πόλη έφυγαν από το τηγάνι μισοτηγανισμένα και επέστρεψαν στην γυάλα λέγοντας ότι η Πόλη πάρθηκε και ότι αυτά τα θα τηγανιστούν κι από την άλλη πλευρά όταν η Πόλη επιστρέψει στους προ-κατόχους της. (εννοώντας έτσι ότι εκεί υπάρχουν μισοτελειωμένες δουλειές και ότι πρέπει να γυρίσουμε για να τις ολοκληρώσουμε).
Ή τον θρύλο για το χαμένο δισκοπότηρο, όπου κανείς δεν το βρήκε πουθενά ως τώρα και ότι θα εμφανιστεί όταν η Αγία Σοφία θα ξαναγίνει Ελληνική.
Όμως και η Λογοτεχνία αναφέρθηκε πολλάκις στον χαμό της Πόλης, πολλά δημοτικά, και όχι μόνο, έργα γράφτηκαν για εκείνη την εποχή.
Η Λαϊκή Μούσα αναφέρεται στην άλωση της Πόλεως
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τα ευζωνάκια
«Στην Αγιά- Σοφιά αγνάντια, βλέπω τα ευζωνάκια, μες τον ήλιο μαυρισμένα τα ευζονάκια τα καημένα, κλέφτικο χορό χορεύουν και τα αντίπερα αγναντεύουν, κι αγναντεύοντας την Πόλη τραγουδούν και λένε, να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενεί δικιά μας, στη κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται, στις εικόνες να μην κλαίνε, τα ευζονάκια μας το λένε, κι ο παπάς που ‘ναι κρυμμένος μες την Άγια πύλη, τα ευζονάκια δεν θα ‘ργήσει να βγει να τα κοινωνήσει.»
(Δημοτικό τραγούδι)
Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:-“Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις; “-“Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
(Δημοτικό, Απόσπασμα)
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην°
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)
Της Αγια-Σοφιάς
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης, κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες. Να μπούνε στο χερουβικό και να ‘βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:”Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα ‘αγια, παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρτουνε τρία καράβια το ‘να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν”.
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.”Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι”.
(Δημοτικό Τραγούδι)
Μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί
«Μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί, τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί, κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές, τη πρώτη μέρα, μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί, αδέρφια πήραν οι οχτροί, κι εμείς κοιτούσαμε τις κοπελιές, την άλλη μέρα, μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί, φωτιά μας ρίξαν οι οχτροί, κι εμείς φωνάζαμε στα σκοτεινά την Τρίτη μέρα, μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί, σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί, κι εμείς τα πήραμε για φυλαχτά την άλλη μέρα. Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, μοιράσαν δώρα οι οχτροί, κι εμείς γελούσαμε σαν τα παιδιά στην Πέμπτη μέρα, μπήκαν στην Πόλη οι οχτροί, κρατούσαν δίκιο οι οχτροί,κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια, κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια, σαν κάθε μέρα.»
Νίκος Ξυλούρης
Ο Τελευταίος Παλαιολόγος
-Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τον Βασιλέα ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε; σαν παραμύθι τάχα;
-Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν κι εσέναν νέα. Πα να γενώ εκατό χρονώ, κι ακόμα το θυμούμαι σαν να ‘ταν χθες μονάχα
-Απέθανε γιαγιά;
-Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται..
-Και τώρα πια δεν ημπορεί γιαγιάκα να ξυπνήσει;
-Ω βέβαια, κατά καιρούς, σηκώνει το κεφάλι και βλέπ’ αν ήρθεν η στιγμή, ποχ’ ο Θεός ορίσει.
-Πότε γιαγιά μου, πότε;
-Όταν τρανέψεις, γιόκα μου, κι αρματωθής και κάμης, τον όρκο στην Ελευθεριά, συ κι όλη η νεολαία, σα σώσετε τη χώρα. Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί τον Τούρκο να χτυπήσει. Και χτύπα-χτύπα θα τον πα πίσω στην κόκκινη μηλιά, και πίσω από τον ήλιο, που πια να μη γυρίσει!
(Γ. Βιζυηνού)
Δεν είναι λίγα όμως και τα ιστορικά κείμενα που γράφτηκαν για την τραγική εκείνη περίοδο…
Ήταν μια μέρα του Μάη, η 29η, το 1453, όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ Φατίχ, ο Μωάμεθ ο Β’, παράταξε τα στόφη του, έτοιμα να μπουν στην Πόλη. Η απάντηση που ειχε λάβει από τον Παλαιολόγο στην πρόσκλησή του να παραδοθεί ήταν βαριά, ισάξια του “Μολών Λαβέ”: “…το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμην πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών..”
Μετά από πολύωρη μάχη, οι υπερασπιστές της Πόλης, που παρά το λίγο του αριθμού τους, την αδυναμία που τους είχε κυριεύσει λόγω ελλείψεως τροφίμων και όπλων, λύγισαν. Η άμυνα έσπασε, οι βάρβαροι μπήκαν στην Πόλη, η Πόλη έπεσε, “Εάλω η Πόλις”. Ήταν πια αργά.
Ο βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος που παρακολουθούσε για αρκετή ώρα τη μάχη, όρμισε με τ’ άλογό του και άρχισε να σκοτώνει τους εισβολείς. Όμως, αλλοίμονο!, ο βασιλιάς έπεσε λαβωμένος. Κι εκεί που είχε φτάσει το τέλος, άγγελος εξ’ ουρανού τον πήρε και τον έκρυψε κάτω από τη Χρυσόπορτα, όπου εώς σήμερα, μαρμαρωμένος ο βασιλιάς καρτερεί την ώρα να σηκωθεί και να διώξει τους βαρβάρους.
Η Πόλη, λοιπόν έπεσε. Η σφαγή κράτησε τρεις ημέρες, όπως ο Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στο βάρβαρο λαό που τον ακολουθούσε. Ακόμα κι ο ίδιος έφριξε με τα όσα είδε. Γυναίκες και αθώα παιδιά σφαγμένα, τα σπίτια καμένα, οι εκκλησιές βεβηλωμένες κι η Πόλη σαν να πέρασε από κυκλώνα.
Η Παναγιά δάκρυσε στην Αγιά Σοφιά και ακόμα καρτερεί.
“Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας είναι!!”